- δίγλωσσος
- δίγλωσσοςspeaking two languagesmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίγλωσσος — η, ο (Α σσος, ον και ττος, ον) 1. αυτός που έχει δύο γλώσσες 2. αυτός που μιλά δύο γλώσσες 3. (για επιγραφές, βιβλία, νόμους κ.λπ.) ο συντεταγμένος σε δύο γλώσσες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δίγλωσσο αρχ. 1. δόλιος, απατηλός («οὕτως ὁ ἁμαρτωλὸς ὁ… … Dictionary of Greek
δίγλωσσος — η, ο 1. αυτός που χρησιμοποιεί εξίσου καλά δύο γλώσσες. 2. αυτός που είναι γραμμένος σε δύο διαφορετικές γλώσσες: Οι οδηγίες αυτής της συσκευής είναι δίγλωσσες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίγλωσσον — δίγλωσσος speaking two languages masc/fem acc sg δίγλωσσος speaking two languages neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίγλωττον — δίγλωσσος speaking two languages masc/fem acc sg (attic) δίγλωσσος speaking two languages neut nom/voc/acc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διγλώσσοις — δίγλωσσος speaking two languages masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διγλώσσου — δίγλωσσος speaking two languages masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διγλώσσους — δίγλωσσος speaking two languages masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διγλώσσων — δίγλωσσος speaking two languages masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διγλώσσῳ — δίγλωσσος speaking two languages masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διγλώττους — δίγλωσσος speaking two languages masc/fem acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)